φυλάσσομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ →{{ετυμολογία}}: αντικατέστησε: παθητική φωνή του φυλάσσω → {{παθ|φυλάσσω}} με τη χρήση AWB |
|||
Γραμμή 18: | Γραμμή 18: | ||
#(σε τρίτο πρόσωπο) έχει [[φύλαξη]] για να μην εκθέτει άλλους σε κινδύνους |
#(σε τρίτο πρόσωπο) έχει [[φύλαξη]] για να μην εκθέτει άλλους σε κινδύνους |
||
#:''Η διάβαση στην Αχαρνών '''φυλάσσεται''''' (είναι [[φυλασσόμενος|φυλασσόμενη]]) |
#:''Η διάβαση στην Αχαρνών '''φυλάσσεται''''' (είναι [[φυλασσόμενος|φυλασσόμενη]]) |
||
===={{συγγενικά}}==== |
===={{συγγενικά}}==== |
||
Γραμμή 32: | Γραμμή 31: | ||
*[[φυλάω]] |
*[[φυλάω]] |
||
*[[φυλάγω]] |
*[[φυλάγω]] |
||
===={{κλίση}}==== |
|||
{{el-κλίσ-'πλέκομαι'|χαρ=2|μτχ1=1|παρακΒ=1}} |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 06:58, 26 Μαΐου 2016
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φυλάσσομαι < παθητική φωνή του ρήματος φυλάσσω
Ρήμα
φυλάσσομαι και φυλάγομαι με το οποίο έχει πολλούς κοινούς ρηματικούς τύπους
- φυλάω τον εαυτό μου, τον προφυλάσσω από κάτι, φέρομαι συγκρατημένα, με φυλάσσουν άλλοι
- Δεν φυλάχθηκα και εκτέθηκα
- Φυλάσσονται (από ειδικούς φρουρούς) οι παίκτες μετά τις επιθέσεις εναντίον συναδέλφων τους
- (για αντικείμενα) προστατεύεται κάτι, προφυλάσσεται (κυρίως για πολύτιμα είδη αξίας χρηματικής ή άλλης) ή για επίσημα έγγραφα και σε επιστημονικές φράσεις
- Αυτά πρέπει να φυλαχθούν κάπου καλά γιατί είναι πολύτιμα
- Αυτά φυλάσσονται σε θυρίδες
- Τα βυζαντινά κειμήλια που φυλάσσονται στη μονή...
- Για ένα έτος θα φυλάσσονται αρχεία με γραπτά του ΑΣΕΠ
- Φυλάσσονται στους 8-10 βαθμούς Κελσίου
- 'Θα φυλάσσονται στο εξής τα βλαστικά κύτταρα
- (σε τρίτο πρόσωπο) έχει φύλαξη για να μην εκθέτει άλλους σε κινδύνους
- Η διάβαση στην Αχαρνών φυλάσσεται (είναι φυλασσόμενη)
Συγγενικά
- φυλασσόμενος
- φυλαγμένος
- φυλάττω αρχ. ελλ.
- φυλάγομαι
Σύνθετα
- προφυλάσσομαι και προφυλάγομαι
- επιφυλάσσομαι
- διαφυλάσσομαι
- φυλάω
- φυλάγω
Κλίση
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φυλάσσομαι | φυλασσόμουν(α) | θα φυλάσσομαι | να φυλάσσομαι | φυλασσόμενος | |
β' ενικ. | φυλάσσεσαι | φυλασσόσουν(α) | θα φυλάσσεσαι | να φυλάσσεσαι | (φυλάσσου) | |
γ' ενικ. | φυλάσσεται | φυλασσόταν(ε) | θα φυλάσσεται | να φυλάσσεται | ||
α' πληθ. | φυλασσόμαστε | φυλασσόμαστε φυλασσόμασταν |
θα φυλασσόμαστε | να φυλασσόμαστε | ||
β' πληθ. | φυλάσσεστε | φυλασσόσαστε φυλασσόσασταν |
θα φυλάσσεστε | να φυλάσσεστε | (φυλάσσεστε) | |
γ' πληθ. | φυλάσσονται | φυλάσσονταν φυλασσόντουσαν |
θα φυλάσσονται | να φυλάσσονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φυλάχτηκα | θα φυλαχτώ | να φυλαχτώ | φυλαχτεί | ||
β' ενικ. | φυλάχτηκες | θα φυλαχτείς | να φυλαχτείς | φυλάξου | ||
γ' ενικ. | φυλάχτηκε | θα φυλαχτεί | να φυλαχτεί | |||
α' πληθ. | φυλαχτήκαμε | θα φυλαχτούμε | να φυλαχτούμε | |||
β' πληθ. | φυλαχτήκατε | θα φυλαχτείτε | να φυλαχτείτε | φυλαχτείτε | ||
γ' πληθ. | φυλάχτηκαν φυλαχτήκαν(ε) |
θα φυλαχτούν(ε) | να φυλαχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω φυλαχτεί | είχα φυλαχτεί | θα έχω φυλαχτεί | να έχω φυλαχτεί | φυλαγμένος | |
β' ενικ. | έχεις φυλαχτεί | είχες φυλαχτεί | θα έχεις φυλαχτεί | να έχεις φυλαχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει φυλαχτεί | είχε φυλαχτεί | θα έχει φυλαχτεί | να έχει φυλαχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε φυλαχτεί | είχαμε φυλαχτεί | θα έχουμε φυλαχτεί | να έχουμε φυλαχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε φυλαχτεί | είχατε φυλαχτεί | θα έχετε φυλαχτεί | να έχετε φυλαχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν φυλαχτεί | είχαν φυλαχτεί | θα έχουν φυλαχτεί | να έχουν φυλαχτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι φυλαγμένος - είμαστε, είστε, είναι φυλαγμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν φυλαγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν φυλαγμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι φυλαγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι φυλαγμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι φυλαγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι φυλαγμένοι |
Μεταφράσεις
φυλάσσομαι
|