άβυσσος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη ro |
||
Γραμμή 119: | Γραμμή 119: | ||
[[mg:άβυσσος]] |
[[mg:άβυσσος]] |
||
[[pl:άβυσσος]] |
[[pl:άβυσσος]] |
||
[[ro:άβυσσος]] |
Αναθεώρηση της 15:36, 30 Μαΐου 2016
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- άβυσσος αρχαία ελληνική ἄβυσσος < ἄβυσσος (επίθετο) < α- (στερητικό) + βυσσός (βυθός)
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
άβυσσος θηλυκό
- μεγάλο ωκεάνιο βάθος και, ειδικότερα, εκείνο μέχρι του οποίου δεν φθάνει το ηλιακό φως
- (γενικότερα) μεγάλο και απότομο βάθος σε υδάτινη (λίμνη, ποτάμι) ή γήινη επιφάνεια (φαράγγι, γκρεμός, βάραθρο κ.ο.κ.)
- Πρότυπο:φυσ η φερώνυμη αβυσσική, θαλάσσια ζώνη
- (συνεκδοχικά) η θάλασσα
- ...και σκότος ήν επάνω της αβύσσου... (Γένεσις 1,2)
- ο οποιοσδήποτε -τεραστίου μεγέθους- ανεξερεύνητος χώρος
- η άβυσσος του σύμπαντος
- (μεταφορικά) μεγάλη ποσότητα ή μεγάλη διαφορά
- τρώει την άβυσσο
- με αυτόν, μας χωρίζει άβυσσος
- (μεταφορικά) το πιο βαθύ σημείο της ψυχής, της καρδιάς
- άβυσσος η ψυχή των ανθρώπων