σωματώδης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
|||
Γραμμή 17: | Γραμμή 17: | ||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
||
*{{βλ|μεγαλόσωμος}} |
*{{βλ|μεγαλόσωμος}} |
||
* {{en}} : {{τ|en|stout}} |
|||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
Αναθεώρηση της 16:35, 13 Ιουνίου 2016
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σωματώδης < αρχαία ελληνική σωματώδης < σῶμα + -ώδης ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική corpulent)
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
σωματώδης, -ης, -ες
- ο εύσωμος, ο μεγαλόσωμος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σώμα
Μεταφράσεις
σωματώδης
|