étage: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ περιττή κλείδα
μ Ρομπότ: Προσθήκη: pt:étage
Γραμμή 32: Γραμμή 32:
[[no:étage]]
[[no:étage]]
[[pl:étage]]
[[pl:étage]]
[[pt:étage]]
[[ru:étage]]
[[ru:étage]]
[[sv:étage]]
[[sv:étage]]

Αναθεώρηση της 22:35, 22 Ιουνίου 2016

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

étage < estage (=κατοικία) < Πρότυπο:ετυμ fro ester (=μένω, στέκομαι)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
étage étages

étage (fr) αρσενικό

  1. ο όροφος, το πάτωμα

Συγγενικά