bollard: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη ru
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη ca
Γραμμή 9: Γραμμή 9:
* {{βλ|écluse}}
* {{βλ|écluse}}


[[ca:bollard]]
[[en:bollard]]
[[en:bollard]]
[[et:bollard]]
[[et:bollard]]

Αναθεώρηση της 12:38, 11 Αυγούστου 2016

Γαλλικά (fr)

μια δέστρα

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
bollard bollards

bollard (fr) αρσενικό

  1. Πρότυπο:ναυτ δέστρα

Πρότυπο:σχετικό λεξιλόγιο

  • → δείτε τη λέξη écluse