κατατόπι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
|||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el-κλίσ-'τραγούδι'}} |
|||
{{προσχέδιο}} |
|||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{μσν|}} < [[έκφραση]] [[κατά]] [[τόπον]] |
||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}} |
||
*{{λαϊκ}} (συνήθως στον πληθυντικό: [[κατατόπια]]) [[τοποθεσία]] (συχνά σε σχέση με [[γνώση]] [[τοπογραφία]]ς [[περιοχή]]ς) |
|||
===={{συγγενικά}}==== |
|||
*{{βλ|κατατοπίζω|κατά|τόπος}} |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 06:06, 28 Αυγούστου 2016
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κατατόπι | τα | κατατόπια |
γενική | του | κατατοπιού | των | κατατοπιών |
αιτιατική | το | κατατόπι | τα | κατατόπια |
κλητική | κατατόπι | κατατόπια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- κατατόπι < μεσαιωνική ελληνική κατατόπι < έκφραση κατά τόπον
Ουσιαστικό
κατατόπι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) (συνήθως στον πληθυντικό: κατατόπια) τοποθεσία (συχνά σε σχέση με γνώση τοπογραφίας περιοχής)
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις κατατοπίζω, κατά και τόπος
Μεταφράσεις
κατατόπι
|