τρέφομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ →‎{{ετυμολογία}}: αντικατέστησε: παθητική φωνή του ρήματος τρέφω → {{παθ|τρέφω}}, : '''{{PAGENAME}}''', → : '''{{PAGENAME}}''' < με τη χρήση [[Βικιπαίδεια:AutoWikiB...
Γραμμή 19: Γραμμή 19:
* [[τράφηκα]]
* [[τράφηκα]]
* [[θρεμμένος]]
* [[θρεμμένος]]
* [[θρεφτάρι]]


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 13:38, 13 Οκτωβρίου 2016

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τρέφομαι < παθητική φωνή του ρήματος τρέφω

Ρήμα

τρέφομαι, πρτ.: τρεφόμουν, στ.μέλλ.: θα τραφώ, αόρ.: τράφηκα, μτχ.π.π.: θρεμμένος

  1. λαμβάνω τροφή, τρώω
    το παιδί αυτό δεν τρέφεται σωστά
  2. τρέφομαι με: λαμβάνω μια συγκεκριμένου είδους τροφή
    το πρόβατο τρέφεται με χόρτα

Σύνθετα

Μεταφράσεις