υπόκοσμος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη en |
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
||
Γραμμή 7: | Γραμμή 7: | ||
'''{{PAGENAME}}''' {{α}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{α}} |
||
# ο [[κόσμος]] που λειτουργεί με [[παραβατικός|παραβατική]] ή [[παράνομος|παράνομη]] [[συμπεριφορά]], συνήθως ζώντας στο [[περιθώριο]] της [[κοινωνία]]ς |
# ο [[κόσμος]] που λειτουργεί με [[παραβατικός|παραβατική]] ή [[παράνομος|παράνομη]] [[συμπεριφορά]], συνήθως ζώντας στο [[περιθώριο]] της [[κοινωνία]]ς |
||
# {{λαϊκ}} άνθρωπος του υποκόσμου |
|||
# {{φυσ}}, {{αστροφ}} [[υποσύμπαν]] |
# {{φυσ}}, {{αστροφ}} [[υποσύμπαν]] |
||
===={{συγγενικά}}==== |
===={{συγγενικά}}==== |
Αναθεώρηση της 11:24, 16 Δεκεμβρίου 2016
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | υπόκοσμος | οι | υπόκοσμοι |
γενική | του | υπόκοσμου & υποκόσμου |
των | υπόκοσμων & υποκόσμων |
αιτιατική | τον | υπόκοσμο | τους | υπόκοσμους & υποκόσμους |
κλητική | υπόκοσμε | υπόκοσμοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- υπόκοσμος < υπό + κόσμος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική underworld)
Ουσιαστικό
υπόκοσμος αρσενικό
- ο κόσμος που λειτουργεί με παραβατική ή παράνομη συμπεριφορά, συνήθως ζώντας στο περιθώριο της κοινωνίας
- (λαϊκότροπο) άνθρωπος του υποκόσμου
- Πρότυπο:φυσ, Πρότυπο:αστροφ υποσύμπαν
Συγγενικά
Μεταφράσεις
υπόκοσμος