γίγαντας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 15: Γραμμή 15:
# {{λαϊκ}} φιλική προσφώνηση (το '''γίγαντας''' <span style="font-size:70%">(''όπως και τα'': μεγάλος, τεράστιος κτλ.)</span> αποτελεί εγκωμιαστική φιλική προσφώνηση αντίθετα το μα.λάκας υποτιμητική, και τα δύο δημώδη)
# {{λαϊκ}} φιλική προσφώνηση (το '''γίγαντας''' <span style="font-size:70%">(''όπως και τα'': μεγάλος, τεράστιος κτλ.)</span> αποτελεί εγκωμιαστική φιλική προσφώνηση αντίθετα το μα.λάκας υποτιμητική, και τα δύο δημώδη)
#:''που 'σαι ρε '''γίγαντα'''!'', ''έλα ρε '''γίγαντα'''!'' <span style="font-size:70%">(συνηθέστερο σε παλαιότερες δεκαετίες ή σε λαϊκές πυκνοκατοικημένες γειτονιές)</span>
#:''που 'σαι ρε '''γίγαντα'''!'', ''έλα ρε '''γίγαντα'''!'' <span style="font-size:70%">(συνηθέστερο σε παλαιότερες δεκαετίες ή σε λαϊκές πυκνοκατοικημένες γειτονιές)</span>
# (στον πληθ. '''γίγαντες''') ποικιλία [[φασόλι|φασολιών]].
# (στον πληθ. '''[[γίγαντες|βλ]]''') ποικιλία [[φασόλι|φασολιών]].

===={{εκφράσεις}}====
===={{εκφράσεις}}====
* '''γίγαντας με πήλινα πόδια''': ...
* '''γίγαντας με πήλινα πόδια''': ...

Αναθεώρηση της 08:38, 30 Δεκεμβρίου 2016

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γίγαντας οι γίγαντες
      γενική του γίγαντα των γιγάντων
    αιτιατική τον γίγαντα τους γίγαντες
     κλητική γίγαντα γίγαντες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γίγαντας < αρχαία ελληνική Γίγας

Ουσιαστικό

γίγαντας αρσενικό (θηλυκό: γιγάντισσα)

  1. μυθικό ον που συναντάται σε πολλές από τις μυθολογίες του κόσμου· ανθρωπόμορφος αλλά με ύψος και δύναμη πολλές φορές μεγαλύτερα από του κανονικού ανθρώπου
  2. (μεταφορικά) άνθρωπος με ύψος πολύ μεγαλύτερο από το μέσο όρο
    κάτω από το καλάθι την άμυνα έβγαζε ένας γίγαντας των 2.10
     συνώνυμα: γιγαντόσωμος, μεγαλόσωμος, ψηλόσωμος, υψηλόσωμος
     αντώνυμα: νάνος
  3. που θεωρείται σημαντική μορφή στον τομέα του
    ο Σοπενάουερ είναι ένας από τους γίγαντες της γερμανικής φιλοσοφίας
  4. (λαϊκότροπο) φιλική προσφώνηση (το γίγαντας (όπως και τα: μεγάλος, τεράστιος κτλ.) αποτελεί εγκωμιαστική φιλική προσφώνηση αντίθετα το μα.λάκας υποτιμητική, και τα δύο δημώδη)
    που 'σαι ρε γίγαντα!, έλα ρε γίγαντα! (συνηθέστερο σε παλαιότερες δεκαετίες ή σε λαϊκές πυκνοκατοικημένες γειτονιές)
  5. (στον πληθ. βλ) ποικιλία φασολιών.

Εκφράσεις

  • γίγαντας με πήλινα πόδια: ...

Πρότυπο:ρητά

Bernard of Chartres και Isaac Newton

νέα ελληνικά: στεκόμενος σε ώμους γιγάντων
αγγλικά: standing on the shoulders of giants
λατινικά: nanos gigantum humeris insidentes

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις