volo: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ρομπότ: Προσθήκη: az:volo
μ Ρομπότ: Προσθήκη: ca:volo
Γραμμή 49: Γραμμή 49:
[[am:volo]]
[[am:volo]]
[[az:volo]]
[[az:volo]]
[[ca:volo]]
[[chr:volo]]
[[chr:volo]]
[[cs:volo]]
[[cs:volo]]

Αναθεώρηση της 20:41, 8 Ιανουαρίου 2017

Ιταλικά (it)

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
volo voli

volo (it)


Λατινικά (la)

Ετυμολογία 1

volo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *welh₁-, συγγενές με το σανσκριτικό वृणीते (vṛṇīte, "προτιμώ") και το αρχαίο αγγλικό willan ("to will, wish, desire").

Ρήμα 1

volo

Συγγενικά

Σύνθετα

Ετυμολογία 2

volo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *uel, συγγενές με το volvo

Ρήμα 2

volo

  • πετώ
    Verba volant, scripta manent
    Τα λόγια «πετούν», τα γραπτά (παρα)μένουν

Σύνθετα

Κλίση