εμπιστοσύνη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Orgyn (συζήτηση | συνεισφορές)
Polyvios (συζήτηση | συνεισφορές)
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{προσχέδιο}}
{{προσχέδιο}}
{{el-κλίσ-'βιασύνη'}}

==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία}}

Αναθεώρηση της 15:23, 18 Ιανουαρίου 2017

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'βιασύνη'

Ετυμολογία

εμπιστοσύνη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

εμπιστοσύνη θηλυκό

  1. 1. το να πιστεύει κανείς στις αρετές ή ικανότητες κάποιου:

έχω/δείχνω εμπιστοσύνη ~•κερδίζω/χάνω την ~ κάποιου• κλίμα/έλλειψη/κατάχρηση -ης•~ αμοιβαία /μεγάλη/τυφλή (αντ. δυσπιστία)•

  1. 2.(πολιτ.) ψήφος -ης(στη Βουλή)=το να εκφράζει (η Βουλή)με ψηφοφορία την εμπιστοσύνη της στην κυβέρνηση

(Εμμ. Κριαρά, Λεξικό της σύγχρονης ελληνικής δημοτικής γλώσσας, Εκδ. Εκδοτική Αθηνών, 1995)

Μεταφράσεις