εμπιστοσύνη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Polyvios (συζήτηση | συνεισφορές)
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'νίκη'|α=εν}}
{{προσχέδιο}}
{{el-κλίσ-'βιασύνη'}}

==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{μσν|}} < [[έμπιστος]] + [[-οσύνη]]

==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}
'''{{PAGENAME}}''' {{θεν}}
# 1. το να πιστεύει κανείς στις αρετές ή ικανότητες κάποιου:
#το να [[πιστεύω|πιστεύεις]] ότι κάποιος έχει ορισμένες [[ικανότητες]], [[ιδιότητες]] ή [[αρετές]]
#{{πολιτ}} η [[στήριξη]] που παρέχει η [[πλειοψηφία]] του [[κοινοβουλίου]] σε μια [[κυβέρνηση]]
''έχω/δείχνω εμπιστοσύνη ~•κερδίζω/χάνω την ~ κάποιου•''

''κλίμα/έλλειψη/κατάχρηση -ης•~ αμοιβαία /μεγάλη/τυφλή (αντ. δυσπιστία)•''
===={{συγγενικά}}====
# 2.(πολιτ.) ''ψήφος -ης(στη Βουλή)''=το να εκφράζει (η Βουλή)με ψηφοφορία την εμπιστοσύνη της στην κυβέρνηση'''
*[[αυτοεμπιστοσύνη]]
(Εμμ. Κριαρά, Λεξικό της σύγχρονης ελληνικής δημοτικής γλώσσας, Εκδ. Εκδοτική Αθηνών, 1995)
*{{βλ|έμπιστος|πίστη}}


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
<!-- * {{en}} : {{τ|en|ΧΧΧ}} -->
* {{en}} : {{τ|en|confidence}}, {{τ|en|trust}}
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|ΧΧΧ}} -->
Γραμμή 45: Γραμμή 45:
<!-- * {{hu}} : {{τ|hu|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hu}} : {{τ|hu|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{uk}} : {{τ|uk|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{uk}} : {{τ|uk|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{pl}} : {{τ|pl|ΧΧΧ}} -->
* {{pl}} : {{τ|pl|zaufanie}}, {{τ|pl|ufność}}
<!-- * {{pt}} : {{τ|pt|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{pt}} : {{τ|pt|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|ΧΧΧ}} -->

Αναθεώρηση της 15:55, 18 Ιανουαρίου 2017

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η εμπιστοσύνη
      γενική της εμπιστοσύνης
    αιτιατική την εμπιστοσύνη
     κλητική εμπιστοσύνη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εμπιστοσύνη < μεσαιωνική ελληνική εμπιστοσύνη < έμπιστος + -οσύνη

Ουσιαστικό

εμπιστοσύνη θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. το να πιστεύεις ότι κάποιος έχει ορισμένες ικανότητες, ιδιότητες ή αρετές
  2. Πρότυπο:πολιτ η στήριξη που παρέχει η πλειοψηφία του κοινοβουλίου σε μια κυβέρνηση

Συγγενικά

Μεταφράσεις