étage: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ρομπότ: Προσθήκη: pt:étage
μ Ρομπότ: Προσθήκη: eo:étage
Γραμμή 19: Γραμμή 19:
[[de:étage]]
[[de:étage]]
[[en:étage]]
[[en:étage]]
[[eo:étage]]
[[et:étage]]
[[et:étage]]
[[fi:étage]]
[[fi:étage]]

Αναθεώρηση της 16:57, 29 Ιανουαρίου 2017

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

étage < estage (=κατοικία) < Πρότυπο:ετυμ fro ester (=μένω, στέκομαι)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
étage étages

étage (fr) αρσενικό

  1. ο όροφος, το πάτωμα

Συγγενικά