ξυπνώ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 13: Γραμμή 13:
# {{αμτβ}} {{μτφρ}} σταματώ να έχω ψευδαισθήσεις, να ζω σε μια ονειρική πραγματικότητα ή να είμαι αδρανής, [[αφυπνίζομαι]]
# {{αμτβ}} {{μτφρ}} σταματώ να έχω ψευδαισθήσεις, να ζω σε μια ονειρική πραγματικότητα ή να είμαι αδρανής, [[αφυπνίζομαι]]
#: '''''ξύπνα''' επιτέλους, η ζωή αλλάζει''
#: '''''ξύπνα''' επιτέλους, η ζωή αλλάζει''

===={{μορφές}}====
*[[ξυπνάω]]


===={{συγγενικά}}====
===={{συγγενικά}}====
{{(}}
* [[έξυπνος]]
*[[αγουροξύπνημα]]
*[[αγουροξυπνημένος]]
*[[αγουροξύπνητος]]
*[[αγουροξυπνώ]]
*[[ανεξύπνητος]]
*[[αξύπνητα]]
{{-}}
*[[αξύπνητος]]
*[[αργοξυπνημένος]]
*[[αργοξύπνητος]]
*[[αργοξυπνώ]]
* [[ξύπνημα]]
* [[ξύπνημα]]
* [[ξυπνητήρι]]
* [[ξυπνητήρι]]
{{-}}
* [[ξυπνητός]]
* [[ξυπνητός]]
* [[ξυπνητούρια]]
* [[ξυπνητούρια]]
Γραμμή 23: Γραμμή 38:
* [[ξύπνος]]
* [[ξύπνος]]
* [[ξυπνός]]
* [[ξυπνός]]
*{{βλ|έξυπνος|ύπνος}}
{{)}}


===={{κλίση}}====
===={{κλίση}}====

Αναθεώρηση της 07:15, 12 Φεβρουαρίου 2017

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξυπνώ < μεσαιωνική ελληνική ξυπνῶ < (ελληνιστική κοινήἐξυπνόω / ἐξυπνῶ < ἔξυπνος < ἐξ + αρχαία ελληνική ὕπνος

Ρήμα

ξυπνώ

  1. (μεταβατικό) διακόπτω τον ύπνο κάποιου
    θα ξυπνήσεις το μωρό με τις φωνές σου
  2. (αμετάβατο) σταματώ να κοιμάμαι
    αύριο θα ξυπνήσω νωρίς
  3. (αμετάβατο) (μεταφορικά) αφυπνίζω κάποιον που ζει με ψευδαισθήσεις, σε μια ονειρική πραγματικότητα ή είναι αδρανής
  4. (αμετάβατο) (μεταφορικά) σταματώ να έχω ψευδαισθήσεις, να ζω σε μια ονειρική πραγματικότητα ή να είμαι αδρανής, αφυπνίζομαι
    ξύπνα επιτέλους, η ζωή αλλάζει

Άλλες μορφές

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις