ordre: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη co
μ Ρομπότ: Προσθήκη: eo:ordre
Γραμμή 22: Γραμμή 22:
[[de:ordre]]
[[de:ordre]]
[[en:ordre]]
[[en:ordre]]
[[eo:ordre]]
[[et:ordre]]
[[et:ordre]]
[[fi:ordre]]
[[fi:ordre]]

Αναθεώρηση της 01:40, 13 Φεβρουαρίου 2017

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
ordre ordres

ordre (fr) αρσενικό

  1. η τάξη
    il met ses affaires en ordre - βάζει τα πράγματά του σε τάξη
  2. η σειρά
    il est troisième dans l'ordre d'arrivée - έφτασε τρίτος στη σειρά
  3. η διαταγή
    il exécute des ordres - εφαρμόζει διαταγές

Εκφράσεις