έρευνα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη fr |
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
||
Γραμμή 24: | Γραμμή 24: | ||
* [[ερευνητικός]] |
* [[ερευνητικός]] |
||
* [[ερευνώ]] |
* [[ερευνώ]] |
||
* [[ερευνώμαι |
* [[ερευνώμαι |
||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 15:51, 14 Φεβρουαρίου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- έρευνα < αρχαία ελληνική ἔρευνα
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
έρευνα θηλυκό
- (επιστήμη) η εξέταση στοιχείων με σκοπό την επιβεβαίωσή τους ή η αναζήτηση νέων δεδομένων
- οι έρευνες του τομέα πυρηνικής φυσικής περιστρέφονται τώρα γύρω από το ζήτημα της αντιύλης
- (γενικότερα) ο συστηματικός τρόπος επίλυσης των επιστημονικών προβλημάτων
- εγκατέλειψε τη διδασκαλία για να αφοσιωθεί στην έρευνα
- η καταγραφή στατιστικών δεδομένων που σχετίζονται με ένα συγκεκριμένο σύνολο προσώπων
- οι εταιρείες δημοσκοπήσεων διενεργούν έρευνες συνήθως σε προεκλογική περίοδο
- η συστηματική αναζήτηση ενός προσώπου ή αντικειμένου σε ένα χώρο
- η αστυνομία έκανε έρευνα σε σπίτια υπόπτων
- κανένα νεότερο από τις έρευνες για την ανακάλυψη των αγνοούμενων ορειβατών
- η διερεύνηση μιας υπόθεσης (πχ αστυνομικής φύσεως) με σκοπό την ανακάλυψη της αλήθειας
Συγγενικά
- ερευνητής
- ερευνητικός
- ερευνώ
- [[ερευνώμαι