γαλοπούλα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ →{{ετυμολογία}}: όχι βέβαια τα πορτογαλικά ;--D |
μ Ρομπότ: Προσθήκη: cs:γαλοπούλα |
||
Γραμμή 78: | Γραμμή 78: | ||
[[chr:γαλοπούλα]] |
[[chr:γαλοπούλα]] |
||
[[cs:γαλοπούλα]] |
|||
[[en:γαλοπούλα]] |
[[en:γαλοπούλα]] |
||
[[fi:γαλοπούλα]] |
[[fi:γαλοπούλα]] |
Αναθεώρηση της 23:50, 18 Φεβρουαρίου 2017
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γαλοπούλα | οι | γαλοπούλες |
γενική | της | γαλοπούλας | — | |
αιτιατική | τη | γαλοπούλα | τις | γαλοπούλες |
κλητική | γαλοπούλα | γαλοπούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
γαλοπούλα θηλυκό και γάλος αρσενικό
- Πρότυπο:ορνιθολ οικόσιτο πουλί της οικογένειας Meleagrididae (Υποοικογένεια: Μελεαγρίδες/Meleagridinae. Γένος: Μελεαγρίς/Meleagris)
Συνώνυμα
- γαλί
- γάλος
- γαλόπουλο
- διάνος
- ινδιάνος
- ινδική όρνις
- ἰνδόρνις/ινδόρνις
- κάκνος/κακνί
- κούβος
- κούρκα
- κούρκος
- μισίρκα
Δείτε επίσης
- γαλοπούλα στη Βικιπαίδεια