θρησκεία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
μ Ρομπότ: Προσθήκη: az:θρησκεία, eo:θρησκεία |
||
Γραμμή 61: | Γραμμή 61: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[az:θρησκεία]] |
|||
[[chr:θρησκεία]] |
[[chr:θρησκεία]] |
||
[[en:θρησκεία]] |
[[en:θρησκεία]] |
||
[[eo:θρησκεία]] |
|||
[[fi:θρησκεία]] |
[[fi:θρησκεία]] |
||
[[fj:θρησκεία]] |
[[fj:θρησκεία]] |
Αναθεώρηση της 00:17, 19 Φεβρουαρίου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- θρησκεία < ελληνιστική θρησκεία
Ουσιαστικό
θρησκεία θηλυκό
- παγιωμένο σύνολο αντιλήψεων και πρακτικών που αφορούν στη σχέση του ανθρώπου με το θεό
- Η θρησκεία περιορίζει τα πάθη και σου δίνει σκοπό.
- Πρότυπο:φιλοσ οποιοδήποτε μη συνειδητοποιημένο φαντασιακό επινόημα
Το χρήμα, η δημοκρατία, η κρατική δικαιοσύνη, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα κράτη αποτελούν φαντασιακά επινοήματα, ανθρώπινες συμβάσεις. Οι σημαντικότεροι θεωρητικοί αυτών των φαντασιακών επινοήσεων παραδέχονται ρητά ότι αποτελούν αναγκαίες συμβάσεις, όμως η θρησκεία αν γίνει αντιληπτή ως σύμβαση και όχι ως απόλυτη αλήθεια, εξανεμίζεται.
- (μεταφορικά) η απόλυτη αφοσίωση σε ένα σκοπό
- Η ομάδα είναι θρησκεία για μένα.
Συγγενικά
Σύνθετα
Δείτε επίσης
- Religion στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
θρησκεία
|