πυρίτιο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
μ Ρομπότ: Προσθήκη: pt:πυρίτιο |
||
Γραμμή 72: | Γραμμή 72: | ||
[[mg:πυρίτιο]] |
[[mg:πυρίτιο]] |
||
[[pl:πυρίτιο]] |
[[pl:πυρίτιο]] |
||
[[pt:πυρίτιο]] |
|||
[[ro:πυρίτιο]] |
[[ro:πυρίτιο]] |
||
[[ru:πυρίτιο]] |
[[ru:πυρίτιο]] |
Αναθεώρηση της 06:22, 10 Μαρτίου 2017
Νέα ελληνικά (el)
|
Ετυμολογία
- πυρίτιο < πυρίτης (λίθος)
Ουσιαστικό
πυρίτιο ουδέτερο
- χημικό στοιχείο που ανήκει στα αμέταλλα και χρηαιμοποιείται ευρέως στην κατασκευή μικροτσίπ
Δείτε επίσης
- πυρίτιο στη Βικιπαίδεια