άβατος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→{{συνώνυμα}}: ekfr;aseiw |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη eo |
||
Γραμμή 73: | Γραμμή 73: | ||
[[en:άβατος]] |
[[en:άβατος]] |
||
[[eo:άβατος]] |
Αναθεώρηση της 06:59, 16 Μαρτίου 2017
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άβατος | η | άβατη | το | άβατο |
γενική | του | άβατου | της | άβατης | του | άβατου |
αιτιατική | τον | άβατο | την | άβατη | το | άβατο |
κλητική | άβατε | άβατη | άβατο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άβατοι | οι | άβατες | τα | άβατα |
γενική | των | άβατων | των | άβατων | των | άβατων |
αιτιατική | τους | άβατους | τις | άβατες | τα | άβατα |
κλητική | άβατοι | άβατες | άβατα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
- άβατος < αρχαία ελληνική ἄβατος
Επίθετο
άβατος
- που δεν είναι προσβάσιμος από όλους, απρόσιτος, απάτητος
- που δεν πρέπει να βεβηλωθεί,ο ιερός
Συνώνυμα
Εκφράσεις
«άβατος, δύσβατος, διαβατέος εστί ο ποταμός»
Μεταφράσεις
άβατος