απαλλάσσω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Polyvios (συζήτηση | συνεισφορές)
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη mg
Γραμμή 67: Γραμμή 67:


[[en:απαλλάσσω]]
[[en:απαλλάσσω]]
[[mg:απαλλάσσω]]

Αναθεώρηση της 10:30, 16 Μαρτίου 2017

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

απαλλάσσω < αρχαία ελληνική ἀπαλλάσσω

Ρήμα

απαλλάσσω , πρτ.: απάλλασσα, στ.μέλλ.: θα απαλλάξω, αόρ.: απάλλαξα ή απήλλαξα, παθ.φωνή: απαλλάσσομαι, μτχ.π.π.: απαλλαγμένος

  1. (μεταβατικό) ελευθερώνω κάποιον ή κάτι από ένα βάρος, υλικό ή ηθικό, γλιτώνω
  2. εξαιρώ από υποχρέωση
  3. αθωώνω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις