βαρύς: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 33: | Γραμμή 33: | ||
* [[βαριοκόκαλος]] |
* [[βαριοκόκαλος]] |
||
*{{βλ|βαρύνω}} |
*{{βλ|βαρύνω}} |
||
* [[βαρεία]] |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 08:10, 24 Μαρτίου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βαρύς < αρχαία ελληνική βαρύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷréh₂us (βαρύς) < *gʷreh₂- (βαρύς)
Επίθετο
βαρύς, -ιά, -ύ, συγκριτικός: βαρύτερος, υπερθετικός: βαρύτατος
- που έχει μεγάλο βάρος, που ζυγίζει πολλά κιλά
- το παλιό έπιπλο ήταν βαρύ κι ασήκωτο
- που έχει μεγάλη πυκνότητα
- όταν κάποιοι έλεγαν ότι θα φτιάξουν ιπτάμενες συσκευές βαρύτερες από τον αέρα, τους έλεγαν αιθεροβάμονες
- (για φαγητό ή ποτό) που έχει μεγάλη ποσότητα από μια ουσία, πολύ έντονη γεύση ή έχει άσχημη επίδραση στον οργανισμό
- έναν καφέ πολλά βαρύ, παρακαλώ
- το στιφάδο είναι βαρύ φαγητό και με πειράζει
- βαριά ποτά, βαριά τσιγάρα
- που δείχνει σημάδια επιδείνωσης
- ο καιρός ήταν βαρύς και φαινόταν ότι θα βρέξει
- (μεταφορικά) που αναμένεται να έχει άσχημες επιπτώσεις
- οι κατηγορίες εναντίον του ήταν βαρύτατες
- (μεταφορικά) άσχημος, γεμάτος ένταση ή στενοχώρια
- η ατμόσφαιρα ανάμεσα στους δυο παλιούς φίλους ήταν πολύ βαριά
- (για άνθρωπο) κακοδιάθετος ή/και υπερβολικά σοβαρός, σε σημείο αγένειας καμιά φορά
- Σήμερα το πρωί ο Γιώργος ήταν βαρύς κι ασήκωτος. Τι να του συνέβη άραγε;
- βαρύ πεπόνι: έκφραση που περιγράφει έναν τέτοιο άνθρωπο
Συγγενικά
- βαριά
- βαριοπούλα
- βαρύγδουπος
- βαρύθυμος
- βαρύμαγκας
- βαρύτιμος
- βαριοκόκαλος
- → δείτε τη λέξη βαρύνω
- βαρεία