τελάρο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 13: | Γραμμή 13: | ||
* [[τελαρωμένος]] |
* [[τελαρωμένος]] |
||
* [[τελαρώνω]] |
* [[τελαρώνω]] |
||
==={{επώνυμα}}=== |
|||
* [[Τελάρος]] |
|||
==={{βλέπε}}=== |
==={{βλέπε}}=== |
Αναθεώρηση της 11:48, 1 Απριλίου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τελάρο < Πρότυπο:ετυμ it telaro
Ουσιαστικό
τελάρο ουδέτερο
- ανοιχτό κιβώτιο για τη μεταφορά φρούτων και λαχανικών ή μπουκαλιών
- πλαίσιο για να στερεωθεί ένας καμβάς για κέντημα ή ζωγραφική
- το πλαίσιο μιας πόρτας ή παράθυρου
Συγγενικά
Δείτε επίσης
- τελάρο στη Βικιπαίδεια