μάμμη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη en
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη ro
Γραμμή 38: Γραμμή 38:
[[lt:μάμμη]]
[[lt:μάμμη]]
[[mg:μάμμη]]
[[mg:μάμμη]]
[[ro:μάμμη]]

Αναθεώρηση της 18:09, 2 Απριλίου 2017

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μάμμη < αρχαία ελληνική μάμμη

Ουσιαστικό

μάμμη θηλυκό

Μεταφράσεις


Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

μάμμη < ηχοποιητική λέξη από τα φωνήματα του βρέφους

Ουσιαστικό

μάμμη θηλυκό και μάμμα

  1. παιδική λέξη για τη μητέρα
  2. ο μητρικός μαστός
  3. η γιαγιά, συνώνυμο: προμήτωρ
  4. ηλικιωμένη γυναίκα

Σύνθετα

Εκφράσεις

  • μαμμᾶν αἰτεῖν : ζητάει να φάει (το βρέφος)