vaginal: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ρομπότ: Προσθήκη: eo:vaginal
μ Ρομπότ: Προσθήκη: ky:vaginal
Γραμμή 33: Γραμμή 33:
[[ko:vaginal]]
[[ko:vaginal]]
[[ku:vaginal]]
[[ku:vaginal]]
[[ky:vaginal]]
[[ml:vaginal]]
[[ml:vaginal]]
[[my:vaginal]]
[[my:vaginal]]

Αναθεώρηση της 06:36, 14 Απριλίου 2017

Αγγλικά (en)

Επίθετο

vaginal (en)

  • κολπικός, που αναφέρεται στον γυναικείο κόλπο
vaginal delivery: φυσιολογικός (κολπικός) τοκετός, σε αντίθεση προς την καισαρική τομή



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

vaginal < vagin

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό vaginal vaginals
θηλυκό vaginale vaginales

vaginal (fr)

  1. Πρότυπο:ανατ κολπικός, που αναφέρεται στον γυναικείο κόλπο