άρτος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη fr, da
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ διαγραφή των interwikis
Γραμμή 93: Γραμμή 93:


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

[[chr:άρτος]]
[[da:άρτος]]
[[en:άρτος]]
[[fj:άρτος]]
[[fr:άρτος]]
[[hr:άρτος]]
[[hu:άρτος]]
[[ky:άρτος]]
[[lt:άρτος]]
[[mg:άρτος]]
[[pl:άρτος]]
[[pt:άρτος]]
[[ro:άρτος]]
[[ru:άρτος]]
[[so:άρτος]]
[[tg:άρτος]]
[[uz:άρτος]]

Αναθεώρηση της 01:01, 29 Απριλίου 2017

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'δρόμος'

Ετυμολογία

άρτος < αρχαία ελληνικήἄρτος < ἀραρίσκω ή ἀρτύω

Ουσιαστικό

άρτος αρσενικό

  1. το ψωμί
  2. εκκλησιαστικοί όροι:

Εκφράσεις

  • πρατήριο άρτου : κατάστημα που δεν παρασκευάζει ψωμί, αλλά είναι σημείο μεταπώλησης ψωμιού, κουλουριών, γενικά αρτοπαρασκευασμάτων και αρτοσκευασμάτων
  • άρτον και θεάματα : υποτιμητική φράση για την εξουσία που παρείχε άλλοτε δημόσια θεάματα και σιτηρά στο λαό για να του αποσπά την προσοχή από σοβαρά ζητήμαρα ή να τον κατευνάζει, και που κατέληξε όμως να χρησιμοποιείται υποτιμητικά και για το λαό (ο κόσμος θέλει άρτο και θεάματα)
  • τον άρτον ημών τον επιούσιον (από την Κυριακή προσευχή)
  • βγάζουμε/πάμε για τον επιούσιο (εννοείται άρτο): δεν πλουτίζουμε, καλύπτουμε τις απαραίτητες ανάγκες, την επιβίωση

Σύνθετα

Μεταφράσεις