αυλή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ανάκληση των αλλαγών 46.190.30.254 (συζήτηση) επιστροφή στην προηγούμενη αναθεώρηση Jim Vallianos |
μ διαγραφή των interwikis |
||
Γραμμή 71: | Γραμμή 71: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[chr:αυλή]] |
|||
[[en:αυλή]] |
|||
[[fr:αυλή]] |
|||
[[mg:αυλή]] |
|||
[[tg:αυλή]] |
Αναθεώρηση της 01:55, 29 Απριλίου 2017
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυλή | οι | αυλές |
γενική | της | αυλής | των | αυλών |
αιτιατική | την | αυλή | τις | αυλές |
κλητική | αυλή | αυλές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- αυλή < αρχαία ελληνική αὐλή
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
αυλή θηλυκό
- υπαίθριος περιφραγμένος χώρος που ανήκει σε ένα σπίτι-κτήριο
- το σύνολο των αυλικών, των αξιωματούχων και συμβούλων που πλαισιώνουν έναν ηγεμόνα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ο υπαίθριος χώρος ενός σπιτιού