κάργια: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ διαγραφή των interwikis |
|||
Γραμμή 92: | Γραμμή 92: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[lt:κάργια]] |
|||
[[pl:κάργια]] |
|||
[[ro:κάργια]] |
|||
[[ru:κάργια]] |
Αναθεώρηση της 19:41, 30 Απριλίου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κάργια < Πρότυπο:ετυμ tr karga
Ουσιαστικό
κάργια και κάργα
- Πρότυπο:ορνιθολ πουλί με μαύρο φτέρωμα (Corvus monedula)
- (μεταφορικά) αντιπαθητική γυναίκα που έχει κακία μέσα της