osoba: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ρομπότ: Προσθήκη: eo:osoba
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ διαγραφή των interwikis
Γραμμή 76: Γραμμή 76:
# το [[άτομο]], το πρόσωπο
# το [[άτομο]], το πρόσωπο
# {{γραμμ|cs}} το [[πρόσωπο]]
# {{γραμμ|cs}} το [[πρόσωπο]]

[[chr:osoba]]
[[cs:osoba]]
[[de:osoba]]
[[en:osoba]]
[[eo:osoba]]
[[es:osoba]]
[[eu:osoba]]
[[fi:osoba]]
[[fj:osoba]]
[[fr:osoba]]
[[fy:osoba]]
[[hr:osoba]]
[[hu:osoba]]
[[io:osoba]]
[[ja:osoba]]
[[ko:osoba]]
[[lt:osoba]]
[[mg:osoba]]
[[nl:osoba]]
[[pl:osoba]]
[[ru:osoba]]
[[sh:osoba]]
[[sr:osoba]]
[[sv:osoba]]
[[ta:osoba]]
[[zh:osoba]]
[[zh-min-nan:osoba]]

Αναθεώρηση της 14:13, 16 Μαΐου 2017

Κροατικά (hr)

Ετυμολογία

osoba < πρωτοσλαβική osoba

Ουσιαστικό

osoba (hr) θηλυκό

  1. το άτομο, το πρόσωπο
  2. Πρότυπο:γραμμ το πρόσωπο



Πολωνικά (pl)

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική osoba osoby
γενική osoby osób
δοτική osobie osobom
αιτιατική osobę osoby
οργανική osobą osobami
τοπική osobie osobach
κλητική osobo osoby

Ετυμολογία

osoba < πρωτοσλαβική osoba

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
 [[Κατηγορία:Λήμματα με ήχο στην προφορά (Δεν υπάρχει αυτός ο κωδικός γλώσσας!! )]]

Ουσιαστικό

osoba (pl) θηλυκό

  1. το άτομο, το πρόσωπο
  2. Πρότυπο:γραμμ το πρόσωπο
  3. Πρότυπο:νομ το πρόσωπο


Συγγενικά



Σερβικά (sr)

Ουσιαστικό

osoba (sr)



Σλοβακικά (sk)

Ετυμολογία

osoba < πρωτοσλαβική osoba

Ουσιαστικό

osoba (sk) θηλυκό

  1. το άτομο, το πρόσωπο
  2. Πρότυπο:γραμμ το πρόσωπο



Τσεχικά (cs)

Ετυμολογία

osoba < πρωτοσλαβική osoba

Ουσιαστικό

osoba (cs) θηλυκό

  1. το άτομο, το πρόσωπο
  2. Πρότυπο:γραμμ το πρόσωπο