pęd: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη io
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ διαγραφή των interwikis
Γραμμή 13: Γραμμή 13:
===={{πολυλεκτικοί όροι}}====
===={{πολυλεκτικοί όροι}}====
* [[moment pędu]]
* [[moment pędu]]

[[chr:pęd]]
[[en:pęd]]
[[eu:pęd]]
[[io:pęd]]
[[mg:pęd]]
[[pl:pęd]]
[[sv:pęd]]

Αναθεώρηση της 09:10, 17 Μαΐου 2017

Πολωνικά (pl)

Ουσιαστικό

pęd (pl) αρσενικό

  1. η ορμή, η ταχύτητα, η φόρα
  2. Πρότυπο:βοτ το βλαστάρι
  3. Πρότυπο:φυσ η ορμή

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι