δέρνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
||
Γραμμή 18: | Γραμμή 18: | ||
#: {{συνων}} [[βασανίζω]], [[παιδεύω]], [[ταλαιπωρώ]], [[τυραννώ]] |
#: {{συνων}} [[βασανίζω]], [[παιδεύω]], [[ταλαιπωρώ]], [[τυραννώ]] |
||
#:: ''τους έχει '''δείρει''' η θλίψη κι η μοναξιά'' |
#:: ''τους έχει '''δείρει''' η θλίψη κι η μοναξιά'' |
||
# |
# ''για αρνητική ή ανεπιθύμητη ιδιότητα'': [[χαρακτηρίζω]] |
||
#:: ''τι εγωισμός σας '''δέρνει'''!'' |
#:: ''τι εγωισμός σας '''δέρνει'''!'' |
||
Αναθεώρηση της 07:41, 18 Μαΐου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- δέρνω < αρχαία ελληνική δέρω
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
δέρνω (παθητικό δέρνομαι)
- χτυπάω κάποιον με το χέρι ή με άλλο όργανο
- ≈ συνώνυμα: βαρώ, καταχερίζω, ξυλοφορτώνω, ξυλοκοπώ
- κάποιοι αλήτες τον έδειραν για πλάκα
- ≈ συνώνυμα: βαρώ, καταχερίζω, ξυλοφορτώνω, ξυλοκοπώ
- εκτίθεμαι σε κάτι που πέφτει πάνω μου με ορμή
- βάζω κάποιον σε ταλαιπωρίες, προκαλώ σε κάποιον δεινά
- για αρνητική ή ανεπιθύμητη ιδιότητα: χαρακτηρίζω
- τι εγωισμός σας δέρνει!