νάνος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη pl
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ διαγραφή των interwikis
Γραμμή 54: Γραμμή 54:


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

[[en:νάνος]]
[[ko:νάνος]]
[[mg:νάνος]]
[[pl:νάνος]]
[[ru:νάνος]]

Αναθεώρηση της 20:07, 21 Μαΐου 2017

Δείτε επίσης: νᾶνος

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'δρόμος'

Ετυμολογία

νάνος < αρχαία ελληνική νᾶνος

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

νάνος αρσενικό

  1. (ιατρική) άνθρωπος πολύ κοντός και μικρόσωμος σε σχέση με άλλα άτομα της ηλικίας του
  2. άτομο ανάξιο κι ασήμαντο στον τομέα στον οποία ανήκει
  3. (βοτανική) φυτό με διαστάσεις πολύ μικρότερες από το συνηθισμένο
  4. (ζωολογία) ζώο μικρού σώματος που χρησιμοποιείται κυρίως ως πειραματόζωο
  5. (αστρονομία) λευκός ή άσπρος νάνος: αστέρας με σχετικά μικρό μέγεθος, αποτέλεσμα της έκρηξης αστέρα με μάζα λιγότερη από το οκταπλάσιο της μάζας του Ήλιου
  6. πλάσμα της φαντασίας που, υποτίθεται, ζει στα δάση, στα βουνά ή σε στοές κι έχει ιδιαίτερες τεχνικές ικανότητες, κυρίως, στην ξυλουργία και τη μεταλλουργία

Μεταφράσεις