νοσοκομειακός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ διαγραφή των interwikis |
|||
Γραμμή 58: | Γραμμή 58: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[fr:νοσοκομειακός]] |
Αναθεώρηση της 20:41, 21 Μαΐου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- νοσοκομειακός < νοσοκομείο + -ακός
Επίθετο
νοσοκομειακός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με το νοσοκομείο, αναφέρεται σ’ αυτό ή ανήκει σ’ αυτό
- (ουσιαστικοποιημένο) νοσοκομειακό: ασθενοφόρο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη νοσοκόμος