προσέχω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ διαγραφή των interwikis |
|||
Γραμμή 93: | Γραμμή 93: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[chr:προσέχω]] |
|||
[[cs:προσέχω]] |
|||
[[en:προσέχω]] |
|||
[[lt:προσέχω]] |
|||
[[mg:προσέχω]] |
Αναθεώρηση της 22:13, 25 Μαΐου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προσέχω < αρχαία ελληνική προσέχω
Ρήμα
προσέχω
- παρακολουθώ ή σκέπτομαι κάτι ή κάποιον δείχνοντας ενδιαφέρον
- είμαι συγκεντρωμένος
- καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι
- φροντίζω, περιποιούμαι
- συμπαθώ
- προφυλάσσω, προφυλάσσομαι
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προσέχω | πρόσεχα | θα προσέχω | να προσέχω | προσέχοντας | |
β' ενικ. | προσέχεις | πρόσεχες | θα προσέχεις | να προσέχεις | πρόσεχε | |
γ' ενικ. | προσέχει | πρόσεχε | θα προσέχει | να προσέχει | ||
α' πληθ. | προσέχουμε | προσέχαμε | θα προσέχουμε | να προσέχουμε | ||
β' πληθ. | προσέχετε | προσέχατε | θα προσέχετε | να προσέχετε | προσέχετε | |
γ' πληθ. | προσέχουν(ε) | πρόσεχαν προσέχαν(ε) |
θα προσέχουν(ε) | να προσέχουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πρόσεξα | θα προσέξω | να προσέξω | προσέξει | ||
β' ενικ. | πρόσεξες | θα προσέξεις | να προσέξεις | πρόσεξε | ||
γ' ενικ. | πρόσεξε | θα προσέξει | να προσέξει | |||
α' πληθ. | προσέξαμε | θα προσέξουμε | να προσέξουμε | |||
β' πληθ. | προσέξατε | θα προσέξετε | να προσέξετε | προσέξτε | ||
γ' πληθ. | πρόσεξαν προσέξαν(ε) |
θα προσέξουν(ε) | να προσέξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προσέξει | είχα προσέξει | θα έχω προσέξει | να έχω προσέξει | ||
β' ενικ. | έχεις προσέξει | είχες προσέξει | θα έχεις προσέξει | να έχεις προσέξει | ||
γ' ενικ. | έχει προσέξει | είχε προσέξει | θα έχει προσέξει | να έχει προσέξει | ||
α' πληθ. | έχουμε προσέξει | είχαμε προσέξει | θα έχουμε προσέξει | να έχουμε προσέξει | ||
β' πληθ. | έχετε προσέξει | είχατε προσέξει | θα έχετε προσέξει | να έχετε προσέξει | ||
γ' πληθ. | έχουν προσέξει | είχαν προσέξει | θα έχουν προσέξει | να έχουν προσέξει |
|
Μεταφράσεις
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
Ρήμα
προσέχω
- έχω παραπάνω
- φέρνω κάτι κάπου
- (μεταφορικά) μπλέκομαι σε κάτι
Κλίση
προσέχω
|