συνθέτω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
μ διαγραφή των interwikis |
||
Γραμμή 66: | Γραμμή 66: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[chr:συνθέτω]] |
|||
[[io:συνθέτω]] |
|||
[[mg:συνθέτω]] |
Αναθεώρηση της 22:49, 25 Μαΐου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συνθέτω < αρχαία ελληνική συντίθημι
Ρήμα
συνθέτω (παθητικό: συντίθεμαι)
- χρησιμοποιώ επιμέρους στοιχεία για να σχηματίσω ένα ολοκληρωμένο σύνολο
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συνθέτω | συνέθετα | θα συνθέτω | να συνθέτω | συνθέτοντας | |
β' ενικ. | συνθέτεις | συνέθετες | θα συνθέτεις | να συνθέτεις | σύνθετε | |
γ' ενικ. | συνθέτει | συνέθετε | θα συνθέτει | να συνθέτει | ||
α' πληθ. | συνθέτουμε | συνθέταμε | θα συνθέτουμε | να συνθέτουμε | ||
β' πληθ. | συνθέτετε | συνθέτατε | θα συνθέτετε | να συνθέτετε | συνθέτετε | |
γ' πληθ. | συνθέτουν(ε) | συνέθεταν συνθέταν(ε) |
θα συνθέτουν(ε) | να συνθέτουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συνέθεσα | θα συνθέσω | να συνθέσω | συνθέσει | ||
β' ενικ. | συνέθεσες | θα συνθέσεις | να συνθέσεις | σύνθεσε | ||
γ' ενικ. | συνέθεσε | θα συνθέσει | να συνθέσει | |||
α' πληθ. | συνθέσαμε | θα συνθέσουμε | να συνθέσουμε | |||
β' πληθ. | συνθέσατε | θα συνθέσετε | να συνθέσετε | συνθέστε | ||
γ' πληθ. | συνέθεσαν συνθέσαν(ε) |
θα συνθέσουν(ε) | να συνθέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συνθέσει | είχα συνθέσει | θα έχω συνθέσει | να έχω συνθέσει | ||
β' ενικ. | έχεις συνθέσει | είχες συνθέσει | θα έχεις συνθέσει | να έχεις συνθέσει | έχε συντεθειμένο | |
γ' ενικ. | έχει συνθέσει | είχε συνθέσει | θα έχει συνθέσει | να έχει συνθέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συνθέσει | είχαμε συνθέσει | θα έχουμε συνθέσει | να έχουμε συνθέσει | ||
β' πληθ. | έχετε συνθέσει | είχατε συνθέσει | θα έχετε συνθέσει | να έχετε συνθέσει | έχετε συντεθειμένο | |
γ' πληθ. | έχουν συνθέσει | είχαν συνθέσει | θα έχουν συνθέσει | να έχουν συνθέσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) συντεθειμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) συντεθειμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) συντεθειμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) συντεθειμένο |
Παθητική φωνή : ενεστ. συντίθεμαι, παρατ συνετιθέμην, συντ. μέλ. θα συντεθώ, αόρ. συνετέθην-συνετέθηκα-συντέθηκα, παρακ. έχω συντεθεί, μτχ. εν. συντιθέμενος μτχ. παρακ. συντεθειμένος