τέκνο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ διαγραφή των interwikis |
|||
Γραμμή 82: | Γραμμή 82: | ||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[chr:τέκνο]] |
|||
[[en:τέκνο]] |
|||
[[fj:τέκνο]] |
|||
[[hu:τέκνο]] |
|||
[[lt:τέκνο]] |
|||
[[mg:τέκνο]] |
|||
[[pl:τέκνο]] |
|||
[[tl:τέκνο]] |
|||
[[tr:τέκνο]] |
Αναθεώρηση της 23:05, 25 Μαΐου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τέκνο < αρχαία ελληνική τέκνον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tek-
- τέκνο < αγγλική techno < technology < αρχαία ελληνική τεχνολογία (αντιδάνειο) < τέχνη + -λογία
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
τέκνο ουδέτερο
- (λόγιο)
- παιδί
- (μεταφορικά) δημιούργημα
- δήλωση ότι κάποιος κατάγεται από κάποιον τόπο
- Η Σίφνος τιμά το τέκνο της, Νικόλαο Τσελεμεντέ. (*)
Συνώνυμα
Εκφράσεις
- αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα: τα σφάλματα των προγόνων ή των προηγουμένων βασανίζουν τους επιγόνους ή τους επόμενους
- κι εσύ, τέκνον Βρούτε; για προδοτική συμπεριφορά φίλου ή συνεργάτη
Ουσιαστικό
τέκνο ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις
απόγονος