υδρόφιλος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη ru |
μ διαγραφή των interwikis |
||
Γραμμή 57: | Γραμμή 57: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[en:υδρόφιλος]] |
|||
[[ru:υδρόφιλος]] |
Αναθεώρηση της 17:22, 26 Μαΐου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Επίθετο
υδρόφιλος -η/-ος -ο
- που «αγαπάει» ή έχει την τάση να απορροφά το νερό
- βάμβαξ υδρόφιλος φαρμακευτικός
- Το υαλουρονικό οξύ αποτελεί ένα φυσικό υδρόφιλο συστατικό του δέρματος, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ποικιλοτρόπως για να ενισχυθούν το δέρμα και τα χαρακτηριστικά του προσώπου. (από άρθρο στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 9 Σεπτεμβρίου 2008)
- (για φυτά) που ζει και αναπτύσσεται κοντά στο νερό
Μεταφράσεις
που απορροφά το νερό