φεγγάρι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ρομπότ: Προσθήκη: eo:φεγγάρι
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ διαγραφή των interwikis
Γραμμή 66: Γραμμή 66:


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

[[az:φεγγάρι]]
[[chr:φεγγάρι]]
[[da:φεγγάρι]]
[[en:φεγγάρι]]
[[eo:φεγγάρι]]
[[fj:φεγγάρι]]
[[fr:φεγγάρι]]
[[hu:φεγγάρι]]
[[ja:φεγγάρι]]
[[ko:φεγγάρι]]
[[ku:φεγγάρι]]
[[li:φεγγάρι]]
[[lt:φεγγάρι]]
[[mg:φεγγάρι]]
[[pl:φεγγάρι]]

Αναθεώρηση της 17:44, 26 Μαΐου 2017

Νέα ελληνικά (el)

Το φεγγάρι
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φεγγάρι τα φεγγάρια
      γενική του φεγγαριού των φεγγαριών
    αιτιατική το φεγγάρι τα φεγγάρια
     κλητική φεγγάρι φεγγάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φεγγάρι < μεσαιωνική ελληνική φεγγάρι(ν) < φεγγάριον, υποκοριστικό του αρχαίου φέγγος

Ουσιαστικό

φεγγάρι ουδέτερο

  1. ουράνιο σώμα περιφερόμενο γύρω από τη Γη
  2. (κατ’ επέκταση) το φως που προέρχεται από το φεγγάρι
  3. (κατ’ επέκταση) δορυφόρος σε τροχιά γύρω από άλλο πλανήτη
  4. ένας σεληνιακός μήνας (περίπου 28 μέρες)

Εκφράσεις

  • έχει τα φεγγάρια του : κάνει λόξες, είναι ιδιότροπος
  • πάνε φεγγάρια που δεν σε είδα : πάει πολύς καιρός που δεν σε είδα

Συγγενικά

Σύνθετα

και

Συνώνυμα

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις