μηδέν: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ διαγραφή των interwikis |
Ανάκληση της επεξεργασίας 3582438 του 37.6.244.145 (Συζήτηση) |
||
Γραμμή 51: | Γραμμή 51: | ||
'''Κακός βαθμός''' |
'''Κακός βαθμός''' |
||
* [[κουλούρα]] |
* [[κουλούρα]] |
||
[[Κατηγορία:Ιδιόκλητα ουσιαστικά]] |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 06:53, 31 Μαΐου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μηδέν < αρχαία ελληνική μηδέν < μηδὲ + ἕν
Αριθμητικό
μηδέν και μηδενικό
- Αριθμός που δείχνει την ανυπαρξία οποιασδήποτε ποσότητας.
- Πρότυπο:μαθ (δεκαδικό σύστημα) Αριθμός που δεν έχει αξία ο ίδιος αλλά που δίνει αξία δέκα φορές μεγαλύτερη στους αριθμούς που βρίσκονται στα αριστερά του.
- Είκοσι γράφεται με ένα δυάρι που ακολουθείται από ένα μηδέν.
- Ένα τεσσάρι μαζί με τρία μηδενικά διαβάζεται τέσσερις χιλιάδες.
- (μεταφορικά) Λέγεται για κάποιον ανίκανο, που δεν αξίζει τίποτα.
- Είναι ένα μηδἐν
- (σχολική βαθμολογία) Σχολικός βαθμός που υποδηλώνει έναν κακό μαθητή.
- Πρότυπο:φυσ Σε μερικές κλίμακες, δείχνει την θερμοκρασία στην οποία λιώνει ο πάγος.
- Η θερμοκρασία έπεσε στο μηδέν, κάτω από το μηδέν.
Γραφές
- : 0
- αραβικά : ٠
- γκουρμούχι : ੦
- γκουτζαράτι : ૦
- θιβετιανά : ༠
- κινεζικά : 零, 〇
- μαλαγιάλαμ : ൦
- μπεγκάλι : ০
- ντεβαναγκάρι : ०
- ορίγια : ୦
- ταμίλ : ௦
- τελούγκου : ౦
Συγγενικά
- μηδενικό
- μηδενίζω
- μηδενικός
- μηδένιση
- μηδενισμός
- μηδενικότητα
- μηδενιστής, μηδενίστρια
- μηδενιστικός
- εκμηδένιση
- εκμηδενισμός
- εκμηδενίζω
- εκμηδενιστής
Συνώνυμα
Ανίκανος, ανάξιος
Κακός βαθμός
Μεταφράσεις
μηδέν
|