στόφα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Μορφ |
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
||
Γραμμή 14: | Γραμμή 14: | ||
#: ''Στα παράθυρα είχαν κουρτίνα από εμπριμέ '''στόφα'''''. |
#: ''Στα παράθυρα είχαν κουρτίνα από εμπριμέ '''στόφα'''''. |
||
# {{μτφρ}} ο ιδιαίτερος [[χαρακτήρας]] ενός ατόμου ή μιας ομάδας ατόμων |
# {{μτφρ}} ο ιδιαίτερος [[χαρακτήρας]] ενός ατόμου ή μιας ομάδας ατόμων |
||
#: '' |
#: ''Ο Αδόλφος Χίτλερ είχε τη '''στόφα''' μεγάλου πολιτικού.'' |
||
#: ''Ο Παναθηναϊκός είχε τη '''στόφα''' του νικητή στο χθεσινό παιχνίδι.'' |
#: ''Ο Παναθηναϊκός είχε τη '''στόφα''' του νικητή στο χθεσινό παιχνίδι.'' |
||
# μαγειρική [[κουζίνα]], που χρησιμοποιείται και σαν σόμπα, και καίει ξύλα |
# μαγειρική [[κουζίνα]], που χρησιμοποιείται και σαν σόμπα, και καίει ξύλα |
Αναθεώρηση της 17:28, 13 Ιουνίου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
στόφα θηλυκό
- βαρύ, γυαλιστερό ύφασμα πολύ μεγάλης αντοχής, που χρησιμοποιείται για ταπετσαρίες, καλύμματα επίπλων και κουρτίνες
- Σαλόνι με ευρωπαϊκή στόφα.
- Στα παράθυρα είχαν κουρτίνα από εμπριμέ στόφα.
- (μεταφορικά) ο ιδιαίτερος χαρακτήρας ενός ατόμου ή μιας ομάδας ατόμων
- Ο Αδόλφος Χίτλερ είχε τη στόφα μεγάλου πολιτικού.
- Ο Παναθηναϊκός είχε τη στόφα του νικητή στο χθεσινό παιχνίδι.
- μαγειρική κουζίνα, που χρησιμοποιείται και σαν σόμπα, και καίει ξύλα
- Ενοικιάζεται δυομισάρι με στόφα και φρίζα.