στόφα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Μορφ
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 14: Γραμμή 14:
#: ''Στα παράθυρα είχαν κουρτίνα από εμπριμέ '''στόφα'''''.
#: ''Στα παράθυρα είχαν κουρτίνα από εμπριμέ '''στόφα'''''.
# {{μτφρ}} ο ιδιαίτερος [[χαρακτήρας]] ενός ατόμου ή μιας ομάδας ατόμων
# {{μτφρ}} ο ιδιαίτερος [[χαρακτήρας]] ενός ατόμου ή μιας ομάδας ατόμων
#: ''Είχε τη '''στόφα''' μεγάλου πολιτικού.''
#: ''Ο Αδόλφος Χίτλερ είχε τη '''στόφα''' μεγάλου πολιτικού.''
#: ''Ο Παναθηναϊκός είχε τη '''στόφα''' του νικητή στο χθεσινό παιχνίδι.''
#: ''Ο Παναθηναϊκός είχε τη '''στόφα''' του νικητή στο χθεσινό παιχνίδι.''
# μαγειρική [[κουζίνα]], που χρησιμοποιείται και σαν σόμπα, και καίει ξύλα
# μαγειρική [[κουζίνα]], που χρησιμοποιείται και σαν σόμπα, και καίει ξύλα

Αναθεώρηση της 17:28, 13 Ιουνίου 2017

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'θάλασσα'

Ετυμολογία

στόφα < Πρότυπο:ετυμ it stoffa < γαλλική étoffe (1 & 2), αγγλική stove (3)

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

στόφα θηλυκό

  1. βαρύ, γυαλιστερό ύφασμα πολύ μεγάλης αντοχής, που χρησιμοποιείται για ταπετσαρίες, καλύμματα επίπλων και κουρτίνες
    Σαλόνι με ευρωπαϊκή στόφα.
    Στα παράθυρα είχαν κουρτίνα από εμπριμέ στόφα.
  2. (μεταφορικά) ο ιδιαίτερος χαρακτήρας ενός ατόμου ή μιας ομάδας ατόμων
    Ο Αδόλφος Χίτλερ είχε τη στόφα μεγάλου πολιτικού.
    Ο Παναθηναϊκός είχε τη στόφα του νικητή στο χθεσινό παιχνίδι.
  3. μαγειρική κουζίνα, που χρησιμοποιείται και σαν σόμπα, και καίει ξύλα
    Ενοικιάζεται δυομισάρι με στόφα και φρίζα.

Μεταφράσεις