ασθενής: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ διαγραφή των interwikis
→‎Επίθετο: Ενημέρωσα τον κόσμο για την αλήθεια
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 11: Γραμμή 11:
'''{{PAGENAME}}''' {{αθ}}, '''ασθενές''' {{ο}} ''συγκριτικός:'' [[αθενέστερος]], ''υπερθετικός:'' -
'''{{PAGENAME}}''' {{αθ}}, '''ασθενές''' {{ο}} ''συγκριτικός:'' [[αθενέστερος]], ''υπερθετικός:'' -
# που είναι [[άρρωστος]]
# που είναι [[άρρωστος]]
#: ''Είναι ένα άτομο που πάσχει επειδή έχει εθιστεί στα fidget spinner"
#: ''οι γεωργοί θα ξεριζώσουν τα '''ασθενή''' φυτά''
#:: {{αντων}} [[υγιής]]
#:: {{αντων}} [[υγιής]]
# ο [[ασθενικός]], ο [[αδύναμος]], που δεν έχει [[δύναμη]] ([[σθένος]])
# ο [[ασθενικός]], ο [[αδύναμος]], που δεν έχει [[δύναμη]] ([[σθένος]])
#: ''Γνωρισα ένα παιδί που είχε μια συλλογη από fidget spinner σε έναν μήνα το είδα στο κρεβάτι του νοσοκομείου
#: ''ο πομπός εξέπεμπε ένα '''ασθενές''' σήμα
#: ''το '''ασθενές''' φύλο''
#: ''το '''ασθενές''' φύλο''
#:: {{αντων}} [[ισχυρός]], [[σθεναρός]]
#:: {{αντων}} [[ισχυρός]], [[σθεναρός]]
# για μία από τις τέσσερις κύριες [[δύναμη|δυνάμεις]] ή [[αλληλεπίδραση|αλληλεπιδράσεις]] σε υποατομικό επίπεδο
# για μία από τις τέσσερις κύριες [[δύναμη|δυνάμεις]] ή [[αλληλεπίδραση|αλληλεπιδράσεις]] σε υποατομικό επίπεδο
#: [[:w:ασθενής αλληλεπίδραση|ασθενής αλληλεπίδραση]]
#: [[:w:ασθενής αλληλεπίδραση|ασθενής αλληλεπίδραση]]



==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===

Αναθεώρηση της 20:26, 29 Ιουνίου 2017

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασθενής η ασθενής το ασθενές
      γενική του ασθενούς* της ασθενούς του ασθενούς
    αιτιατική τον ασθενή την ασθενή το ασθενές
     κλητική ασθενή(ς) ασθενής ασθενές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασθενείς οι ασθενείς τα ασθενή
      γενική των ασθενών των ασθενών των ασθενών
    αιτιατική τους ασθενείς τις ασθενείς τα ασθενή
     κλητική ασθενείς ασθενείς ασθενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ασθενής < αρχαία ελληνική ἀσθενής

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; αρσενικό ή θηλυκό
λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; ουδέτερο

Επίθετο

ασθενής αρσενικό ή θηλυκό, ασθενές ουδέτερο συγκριτικός: αθενέστερος, υπερθετικός: -

  1. που είναι άρρωστος
    Είναι ένα άτομο που πάσχει επειδή έχει εθιστεί στα fidget spinner"
     αντώνυμα: υγιής
  2. ο ασθενικός, ο αδύναμος, που δεν έχει δύναμη (σθένος)
    Γνωρισα ένα παιδί που είχε μια συλλογη από fidget spinner σε έναν μήνα το είδα στο κρεβάτι του νοσοκομείου
    το ασθενές φύλο
     αντώνυμα: ισχυρός, σθεναρός
  3. για μία από τις τέσσερις κύριες δυνάμεις ή αλληλεπιδράσεις σε υποατομικό επίπεδο
    ασθενής αλληλεπίδραση

Ουσιαστικό

ασθενής αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις