βαστώ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ διαγραφή των interwikis
Γραμμή 12: Γραμμή 12:
# [[αντέχω]]
# [[αντέχω]]
#: ''δε '''βάσταξε''' άλλο και ξέσπασε σε κλάματα''
#: ''δε '''βάσταξε''' άλλο και ξέσπασε σε κλάματα''
* {{κυπρ}} κρατώ
* {{κρητ}} προέρχομαι, κατάγομαι


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 18:03, 7 Ιουλίου 2017

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βαστώ < αρχαία ελληνική βαστάζω

Ρήμα

βαστώ, πρτ.: βαστούσα και βάσταγα, στ.μέλλ.: θα βαστήξω και βαστάξω, αόρ.: βάστηξα και βάσταξα, παθ.φωνή: βαστιέμαι

  1. κρατώ, στηρίζω
    τον βάσταγε από το χέρι
  2. συγκρατώ
    τον βαστάγανε τρεις να μην ορμήξει στον αντίπαλό του
  3. αντέχω
    δε βάσταξε άλλο και ξέσπασε σε κλάματα

Μεταφράσεις