δασύς: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ διαγραφή των interwikis
Γραμμή 59: Γραμμή 59:
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}

==={{επίθετο|el|αριθ=2}}===


{{el-κλίσ-'ευθύς'}}
{{el-κλίσ-'ευθύς'}}
Γραμμή 68: Γραμμή 66:
#: '''''δασύς''' ήχος, '''δασεία''' προφορά''
#: '''''δασύς''' ήχος, '''δασεία''' προφορά''
# το {{θ}} ως ουσ: Η [[δασεία]] {{βλ}}.
# το {{θ}} ως ουσ: Η [[δασεία]] {{βλ}}.

==={{συγγενικά}}===
==={{συγγενικά}}===
* [[δασύνομαι]]
* [[δασύνομαι]]

Αναθεώρηση της 18:06, 7 Σεπτεμβρίου 2017

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'βαθύς'

Ετυμολογία

δασύς < αρχαία ελληνική δασύς

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Επίθετο

δασύς, -ιά, -ύ (το θηλυκό με αυτή την έννοια αδόκιμο ως επίθετο)

  1. πυκνός, για τρίχωμα ή φύλλωμα
    στα δασιά πλατάνια

Μεταφράσεις

Πρότυπο:el-κλίσ-'ευθύς' δασύς, -εία, -ύ

  1. που προφέρεται με εκπνοή αέρα
    τα σύμφωνα θ, φ και χ στα αρχαία ελληνικά ήταν δασέα
    δασύς ήχος, δασεία προφορά
  2. το θηλυκό ως ουσ: Η δασεία → δείτε τη λέξη .

Συγγενικά

Μεταφράσεις=


Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

δασύς < θέμα δασ-

Επίθετο

δασύς

  1. ο πυκνός, τραχύς, θαμνώδης, τριχωτός, τρυχερός, δασύτριχος

Συγγενικά

Σύνθετα