εσπεραντικός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ διαγραφή των interwikis
Anadelph2 (συζήτηση | συνεισφορές)
Γραμμή 13: Γραμμή 13:
===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
<!-- * {{en}} : {{τ|en|ΧΧΧ}} -->
* {{en}} : {{τ|en|Esperantist}}
<!-- * {{az}} : {{τ|az|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{az}} : {{τ|az|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} -->
Γραμμή 39: Γραμμή 39:
<!-- * {{ga}} : {{τ|ga|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ga}} : {{τ|ga|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{is}} : {{τ|is|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{is}} : {{τ|is|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{es}} : {{τ|es|ΧΧΧ}} -->
* {{es}} : {{τ|es|esperantista}}
<!-- * {{it}} : {{τ|it|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{it}} : {{τ|it|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ks}} : {{τ|ks|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ks}} : {{τ|ks|ΧΧΧ}} -->
Γραμμή 64: Γραμμή 64:
<!-- * {{fa}} : {{τ|fa|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fa}} : {{τ|fa|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{pl}} : {{τ|pl|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{pl}} : {{τ|pl|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{pt}} : {{τ|pt|ΧΧΧ}} -->
* {{pt}} : {{τ|pt|esperantista}}
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ru}} : {{τ|ru|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ru}} : {{τ|ru|ΧΧΧ}} -->

Αναθεώρηση της 17:20, 21 Νοεμβρίου 2017

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εσπεραντικός η εσπεραντική το εσπεραντικό
      γενική του εσπεραντικού της εσπεραντικής του εσπεραντικού
    αιτιατική τον εσπεραντικό την εσπεραντική το εσπεραντικό
     κλητική εσπεραντικέ εσπεραντική εσπεραντικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εσπεραντικοί οι εσπεραντικές τα εσπεραντικά
      γενική των εσπεραντικών των εσπεραντικών των εσπεραντικών
    αιτιατική τους εσπεραντικούς τις εσπεραντικές τα εσπεραντικά
     κλητική εσπεραντικοί εσπεραντικές εσπεραντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εσπεραντικός < εσπεράντο + -ικός

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Επίθετο

εσπεραντικός

  1. → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις