τεντώνομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 11: Γραμμή 11:


==={{κλίση}}===
==={{κλίση}}===
{{el-κλίσ-'δηλώνομαι'}}
{{el-κλίσ-'ενώνομαι'|τεντώ|τεντω}}

[[Κατηγορία:Ρήματα σε -ώνομαι]]


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 20:20, 25 Νοεμβρίου 2017

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τεντώνομαι: παθητική φωνή του ρήματος τεντώνω

Ρήμα

τεντώνομαι, πρτ.: τεντωνόμουν, στ.μέλλ.: θα τεντωθώ, αόρ.: τεντώθηκα, μτχ.π.π.: τεντωμένος

  1. με τεντώνουν
  2. τεντώνω τα άκρα μου (π.χ. για να ξεμουδιάσω)
     συνώνυμα: αποταυρίζομαι

Κλίση

Μεταφράσεις