μήτρα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ διαγραφή των interwikis |
|||
Γραμμή 44: | Γραμμή 44: | ||
<!-- * {{ga}} : {{τ|ga|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{ga}} : {{τ|ga|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{is}} : {{τ|is|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{is}} : {{τ|is|ΧΧΧ}} --> |
||
* {{es}} : {{τ|es|útero |
* {{es}} : {{τ|es|útero}} |
||
* {{it}} : {{τ|it|utero}} |
* {{it}} : {{τ|it|utero}} |
||
<!-- * {{ca}} : {{τ|ca|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{ca}} : {{τ|ca|ΧΧΧ}} --> |
Αναθεώρηση της 15:50, 20 Δεκεμβρίου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μήτρα < αρχαίο ελληνικό μήτρα < μήτηρ
Ουσιαστικό
μήτρα θηλυκό
- μυώδες κοίλο όργανο του γεννητικού συστήματος των γυναικών που βρίσκεται στη λεκάνη ανάμεσα στην ουροδόχο κύστη και το ορθό έντερο· στα τοιχώματά της προσκολλάται το γονιμοποιημένο ωάριο και στη συνέχεια στο εσωτερικό της αναπτύσσεται το έμβρυο μέχρι τη γέννησή του.
- στην πλαστική, τη χαρακτική ή τη μεταλλουργία: το καλούπι
- Οι μήτρες των πρώτων χαρτονομισμάτων φυλάσσονται στο μουσείο.
- ο χώρος όπου διαμορφώνονται ιδέες, αξίες, πολιτισμοί κ.λπ. που στη συνέχεια διαδίδονται και αποκτούν καθολική ακτινοβολία
Σύνθετα
- ενδομήτριος, ενδομήτριο
- εξωμήτριος
- μητρορραγία
- μητρομανία
- μητρομανής
- μητροσκόπηση
- μητροσκόπιο
- παραμήτριος
- παραμητρίτιδα
- παραμητρικός