έχω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 76: | Γραμμή 76: | ||
* {{pl}} : {{τ|pl|mieć}} |
* {{pl}} : {{τ|pl|mieć}} |
||
* {{pt}} : {{τ|pt|ter}} |
* {{pt}} : {{τ|pt|ter}} |
||
* {{ru}} : {{τ|ru|есть}} |
* {{ru}} : {{τ|ru|есть|tr=est'}} |
||
* {{scn}} : {{τ|scn|aviri}} |
* {{scn}} : {{τ|scn|aviri}} |
||
* {{sk}} : {{τ|sk|mať}} |
* {{sk}} : {{τ|sk|mať}} |
Αναθεώρηση της 17:44, 9 Φεβρουαρίου 2018
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- έχω < αρχαία ελληνική ἔχω
Ρήμα
έχω, παρατ.: είχα, χωρίς συνοπτικούς χρόνους
- κρατώ μαζί μου ή πάνω μου
- μήπως έχεις ένα στυλό;
- κατέχω κάτι, είμαι ιδιοκτήτης
- έχω αυτοκίνητο / σπίτι
- διατηρώ συγγενική / φιλική / ερωτική σχέση
- δεν έχει οικογένεια
- αισθάνομαι / συμπεριφέρομαι θετικά ή αρνητικά
- τι έχεις και δε μας μιλάς;
- τις τελευταίες μέρες έχει πολλά νεύρα
- υποφέρω από κάτι
- έχω πονοκέφαλο
- έχει άσθμα
- οφείλω, πρέπει να κάνω κάτι
- έχω δουλειά τώρα, δεν μπορώ
- Πρότυπο:γραμμ βοηθητικό ρήμα στους σύνθετους χρόνους
- έχω διαβάσει (παρακείμενος)
- είχες πει (υπερσυντέλικος)
- θα έχει χιονίσει (συντελεσμένος μέλλοντας)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη χτικιάζω
Εκφράσεις
- δεν έχει: για κάτι που δεν πρόκειται να συμβεί
- Αν δεν τελειώσεις το διάβασμα, δεν έχει βόλτα.
- δεν το έχω για τίποτα να... / για πολύ να...: μου είναι εύκολο να... δεν θα διστάσω
- έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα : προσέχω πάρα πολύ
- τα έχω καλά / άσχημα με κάποιον : έχω καλές / άσχημες σχέσεις με κάποιον
- τα έχω χαμένα : έχω σαστίσει
- τον έχει σήκω σήκω, κάτσε κάτσε : τον κάνει ό,τι θέλει
- όπως έχει: στην δεδομένη κατάσταση
- το έχω! (στην αργκό, θα τα καταφέρω, μπορώ)
Κλίση
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | έχω | είχα | θα έχω | να έχω | έχοντας | |
β' ενικ. | έχεις | είχες | θα έχεις | να έχεις | έχε | |
γ' ενικ. | έχει | είχε | θα έχει | να έχει | ||
α' πληθ. | έχουμε | είχαμε | θα έχουμε | να έχουμε | ||
β' πληθ. | έχετε | είχατε | θα έχετε | να έχετε | έχετε | |
γ' πληθ. | έχουν(ε) | είχαν είχαν(ε) |
θα έχουν(ε) | να έχουν(ε) |
Μεταφράσεις
έχω
|