άβυσσος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ διαγραφή των interwikis
→‎Ετυμολογία: Προστέθηκε περιεχόμενο
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 3: Γραμμή 3:
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
:'''{{PAGENAME}}''' {{αρχ}} [[ἄβυσσος]] < [[ἄβυσσος]] ''(επίθετο)'' < [[α-]] (''στερητικό'') + [[βυσσός]] (βυθός)
:'''{{PAGENAME}}''' {{αρχ}} [[ἄβυσσος]] < [[ἄβυσσος]] ''(επίθετο)'' < [[α-]] (''στερητικό'') + [[βυσσός]] (βυθός)
Ή ισως από τον αρχαίο Σουμέριο θεό Aβσου,ή Εα.που βγήκε στην στεριά από τα βάθη της θάλασσας,και έδωσε τον πολιτισμό στο ανθρώπινο γένος.(το προσθέτω γιατί ίσως χρονολογικά να προϋπάρχει της ελληνικής γλώσσας)


==={{προφορά}}===
==={{προφορά}}===

Αναθεώρηση της 14:16, 22 Φεβρουαρίου 2018

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'έρημος'

Ετυμολογία

άβυσσος αρχαία ελληνική ἄβυσσος < ἄβυσσος (επίθετο) < α- (στερητικό) + βυσσός (βυθός)

Ή ισως από τον αρχαίο Σουμέριο θεό Aβσου,ή Εα.που βγήκε στην στεριά από τα βάθη της θάλασσας,και έδωσε τον πολιτισμό στο ανθρώπινο γένος.(το προσθέτω γιατί ίσως χρονολογικά να προϋπάρχει της ελληνικής γλώσσας)

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

άβυσσος θηλυκό

  1. μεγάλο ωκεάνιο βάθος και, ειδικότερα, εκείνο μέχρι του οποίου δεν φθάνει το ηλιακό φως
    • (γενικότερα) μεγάλο και απότομο βάθος σε υδάτινη (λίμνη, ποτάμι) ή γήινη επιφάνεια (φαράγγι, γκρεμός, βάραθρο κ.ο.κ.)
  2. Πρότυπο:φυσ η φερώνυμη αβυσσική, θαλάσσια ζώνη
  3. (συνεκδοχικά) η θάλασσα
    ...και σκότος ήν επάνω της αβύσσου... (Γένεσις 1,2)
  4. ο οποιοσδήποτε -τεραστίου μεγέθους- ανεξερεύνητος χώρος
    η άβυσσος του σύμπαντος
  5. (μεταφορικά) μεγάλη ποσότητα ή μεγάλη διαφορά
    τρώει την άβυσσο
    με αυτόν, μας χωρίζει άβυσσος
  6. (μεταφορικά) το πιο βαθύ σημείο της ψυχής, της καρδιάς
    άβυσσος η ψυχή των ανθρώπων

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις