στείχω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ διαγραφή των interwikis |
|||
Γραμμή 2: | Γραμμή 2: | ||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ιε}} * |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ιε}} *steigʰ- «[[περπατώ]]». Συγγενές με το {{de}} ''[[steigen]]'' «ανεβαίνω» και το {{sh}} сти̏гнути (stȉgnuti) «[[έρχομαι]]». |
||
==={{ουσιαστικό|grc}}=== |
==={{ουσιαστικό|grc}}=== |
Αναθεώρηση της 00:47, 7 Απριλίου 2018
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- στείχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *steigʰ- «περπατώ». Συγγενές με το γερμανικά steigen «ανεβαίνω» και το σερβοκροατικά сти̏гнути (stȉgnuti) «έρχομαι».
Ουσιαστικό
στείχω (ποιητικός τύπος, επικός τύπος )
Άλλες μορφές
Συγγενικά
Κλίση
ενεργητικός ενεστώτας | ||||
οριστική | υποτακτική | ευκτική | προστακτική | |
ἐγὼ | στείχω | στείχω | στείχοιμι | — |
σὺ | στείχεις | στείχῃς | στείχοις | στεῖχε |
οὖτος | στείχει | στείχῃ | στείχοι | στειχέτω |
ἡμεῖς | στείχομεν | στείχωμεν | στείχοιμεν | — |
ὑμεῖς | στείχετε | στείχητε | στείχοιτε | στείχετε |
οὗτοι | στείχουσῐ(ν) | στείχωσῐ(ν) | στείχοιεν | στειχόντων στειχέτωσαν |
2o δυϊκός | στείχετον | στείχητον | στείχοιτον | στείχετον |
3o δυϊκός | στείχετον | στείχητον | στειχοίτην | στειχέτων |
ονοματικοί τύποι |
απαρέμφατο | μετοχή: αρσενικό - θηλυκό - ουδέτερο | ||
στείχειν | στείχων | στείχουσα | στεῖχον |
προσωπικές εγκλίσεις |
οριστική | υποτακτική | ευκτική | προστακτική |
---|---|---|---|---|
ἐγώ | ||||
σύ | ||||
οὖτος | ||||
ἡμεῖς | ||||
ὑμεῖς | ||||
οὗτοι | ||||
ονοματικοί τύποι |
απαρέμφατο | μετοχή | ||