τρέφω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ διαγραφή των interwikis
Γραμμή 16: Γραμμή 16:


===={{συγγενικά}}====
===={{συγγενικά}}====
*[[αγελαδοτροφία]]
* [[αγελαδοτροφία]]
*[[αγελαδοτρόφος]]
* [[αγελαδοτρόφος]]
*[[αιγοτροφία]]
* [[αιγοτροφία]]
*[[αιγοτρόφος]]
* [[αιγοτρόφος]]
* [[κτηνοτροφία]]
*[[ανατρέφω]]
* [[κτηνοτρόφος]]
*[[ανατροφή]]
* [[πτηνοτροφία]]
*[[ανατροφοδότηση]]
* [[πτηνοτρόφος]]

* [[πτηνοτροφείο]]
*[[διατρέφω]]
*[[εκτρέφω]]
* [[ατροφία]]
* [[ατροφικός]]
* [[ανατροφή]]
* [[ανατροφοδότηση]]
* [[τροφοδοσία]]
* [[τροφοδοτώ]]
* [[τροφοδότης]]
* [[τροφός]]
* [[θρεπτικός]]
* [[θρεπτικός]]
* [[τροφή]]
* [[τροφή]]
*[[-τροφείο]]
* [[τροφείο]]
*[[-τροφία]]
* [[-τροφείο]]
*[[-τρόφος]]
* [[-τροφία]]
* [[-τρόφος]]


===={{κλίση}}====
===={{κλίση}}====

Αναθεώρηση της 18:11, 26 Απριλίου 2018

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τρέφω < αρχαία ελληνική τρέφω

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ρήμα

τρέφω, πρτ.: έτρεφα, στ.μέλλ.: θα θρέψω, αόρ.: έθρεψα, παθ.φωνή: τρέφομαι, μτχ.π.π.: θρεμμένος

  1. παρέχω σε κάποιον τροφή, φαγητό
  2. παρέχω σε κάποιον τα μέσα για να ζήσει
  3. έχω, νιώθω
    τρέφω μεγάλη εμπιστοσύνη στις ικανότητές του
  4. αφήνω να αναπτυχθεί
    τρέφω μούσι
  5. εκτρέφω ζώα
  6. (για τραύμα / πληγή) επουλώνομαι, κλείνω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις